σταννίτης

σταννίτης
ο, Ν
(ορυκτ.) θειούχο ορυκτό τού χαλκού, τού σιδήρου και τού κασσιτέρου το οποίο αποτελεί μετάλλευμα τού κασσιτέρου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σταννίνης — ο, Ν (ορυκτ.) άλλη ονομασία τού θειούχου ορυκτού σταννίτης …   Dictionary of Greek

  • τετραγωνικό σύστημα — Μία από τις 7 υποδιαιρέσεις της κατάταξης των κρυστάλλων. Περιλαμβάνει τα ορυκτά, των οποίων οι κρύσταλλοι χαρακτηρίζονται από 3 άξονες σε ορθή γωνία, με τις 2 από τις 3 θεμελιώδεις παραμέτρους ίσες μεταξύ τους. Χαρακτηριστικό στοιχείο της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”